ἑξαπτέρυγα

ἑξαπτέρυγα
ἑξαπτέρυγος
six-winged
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαπτέρυγα — εξαπτέρυγα, τα και ξαφτέρυγα, τα και ξαφτέρουγα, τα και ξεφτέρια, τα απλοί ή ακτινωτοί μετάλλινοι δίσκοι στην κορυφή κονταριών, οι οποίοι απεικονίζουν εξαπτέρυγα Σεραφείμ και χρησιμοποιούνται σε θρησκευτικές πομπές, τα ιερά λάβαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξαφτέρουγα — τα εκκλησιαστικό σκεύος, τα εξαπτέρυγα, απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται κατά τις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑξαπτέρυγα, με σίγηση τού αρκτ.… …   Dictionary of Greek

  • Flabellum — Ancient Egyptian flabella (top center) and lotus motifs. 1868, NYPL picture collection A flabellum (plural flabella), in Catholic liturgical use, is a fan made of metal, leather, silk, parchment or feathers, intended to keep away insects from the …   Wikipedia

  • εξαπτέρυγος — η, ο (AM ἑξαπτέρυγος, ον) 1. αυτός που έχει έξι πτέρυγες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εξαπτέρυγα και (ε)ξαφτέρουγα και ξεφτέρια α) απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται στις θρησκευτικές τελετές… …   Dictionary of Greek

  • ξεφτέρι — και ξιφτέρι, το 1. είδος αρπακτικού πτηνού, το κιρκινέζι 2. (για πρόσ.) εξαιρετικά εύστροφος, ικανός, με μεγάλη αντίληψη, ευφυής (α. «είναι ξεφτέρι στα γράμματα» β. «είναι ξεφτέρι στην κλεψιά») 3. στον πληθ. τα ξεφτέρια τα εξαπτέρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • πολυόμματος — ο / πολυόμματος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν. β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ.… …   Dictionary of Greek

  • ριπίδιο — το / ῥιπίδιον, ΝΜΑ [ῥιπίς, ίδος] βεντάλια από ψαθί, ύφασμα, χαρτί ή φτερά πουλιών για δροσισμό τού προσώπου νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας 2. ναυτ. στον πληθ. τα ριπίδια οι πρώτοι νομείς προς την πλώρη ξύλινου πλοίου, που μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • σεραφίμ — και σεραφείμ, το, ΝΜΑ καθένα από τα εξαπτέρυγα ουράνια όντα, τών οποίων ο προορισμός είναι η εξυπηρέτηση τού Θεού («καὶ Σεραφεὶμ εἰστήκεσαν κύκλῳ αὐτοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. seraphim] …   Dictionary of Greek

  • Μίλιος Ζουπανοπολίτης — (18ος 19ος αι.). Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής γλυπτικής και ένας από τους λιγοστούς επώνυμους λαϊκούς καλλιτέχνες. Γεννήθηκε στο Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο) των ηπειρομακεδονικών συνόρων και δούλεψε στα χωριά του Πηλίου κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μάνου Φαλτάιτς (Σκύρου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1964 από τον Μάνο Φαλτάιτς –πρόκειται δηλαδή για ένα από τα πρώτα λαογραφικά και ιστορικά μουσεία της Ελλάδας– και στεγάζεται στο παλαιό νησιωτικό αρχοντικό της οικογένειας Φάλνταη (προγόνων του ιδρυτή) που είναι κτισμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”